- λεπίδι
- λεπίςepithelial debrisfem dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λεπίδι — και λεπίδιο, το (Α λεπίδιον και λεπίδιν και λεπίδι) νεοελλ. 1. έλασμα κοφτερού οργάνου, λεπίδα 2. μαχαίρι 3. (στον β τύπο) το λεπίδιο βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας σταυρανθή 4. φρ. «έπεσε λεπίδι» α) έγινε μεγάλη και… … Dictionary of Greek
λεπίδι — το ιού, βλ. λεπίδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Θόρντον, Μπίλι Μπομπ — (Billy Bob Thornton, Αρκάνσας 1955 –). Αμερικανός ηθοποιός, σεναριογράφος, σκηνοθέτης, παραγωγός και μουσικός. Αν και ξεκίνησε αρχικά από τη μουσική, παίζοντας ντραμς σε διάφορα συγκροτήματα, αργότερα τον κέρδισε η ηθοποιία και σε ηλικία 28 ετών… … Dictionary of Greek
σκυτίς — ίδος, ἡ, Α υποκορ. δερμάτινο περίαπτο, φυλαχτό («τοῡ Σαράπιδος τὸ ὄνομα ἐγγεγραμμένον λεπίδι χαλκῇ περὶ τὸν τράχηλον δεδέσθαι ὥσπερ σκυτίδα», Αρτεμίδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκῦτος «κατεργασμένο δέρμα» + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. πινακ ίς)] … Dictionary of Greek
Σταυρανθή — (Cruciferae). Οικογένεια ποωδών φυτών της τάξης των ροιαδωδών (δικοτυλήδονα). Χαρακτηρίζονται από τα άνθη τους, που έχουν τέσσερα ελεύθερα πέταλα, όμοια ή ελαφρά ανόμοια μεταξύ τους σε σταυροειδή διάταξη. Έχουν επίσης τέσσερα σέπαλα, έξι στήμονες … Dictionary of Greek
λεπίδα — λεπίδα, η και λεπίδι, το ιού, έλασμα κοφτερού εργαλείου, λάμα: Η λεπίδα του ξυραφιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)